- αξεδιάλεχτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν ξεδιαλέχτηκε: Τις πρώτες μέρες των εκπτώσεων τα πράγματα είναι αξεδιάλεχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξεδιάλεχτος — η, ο αυτός που δεν υπέστη διαλογή, που δεν του αφαιρέθηκαν οι ξένες ουσίες ή το καλύτερο μέρος … Dictionary of Greek
αδιάλεκτος — και χτος και γος, η, ο [διαλέγω] (κυρίως για φρούτα ή άλλα εμπορεύματα) 1. αυτός που δεν διαλέχτηκε ή δεν διαλέγεται, δεν μπορεί να διαλεχτεί, δεν υπόκειται σε διαλογή, «τής σειράς» 2. στον οποίο δεν έγινε (ακόμη) η διαλογή, αξεδιάλεχτος … Dictionary of Greek